ἑδραίωμα

Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.

German (Pape)

[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
base solide, soutien.
Étymologie: ἑδραιόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 sede ἑ. τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑ. Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
ref. pers. στῦλον καὶ ἑ. τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.

English (Strong)

from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.

English (Thayer)

ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.

Greek Monotonic

ἑδραίωμα: -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).

Middle Liddell

ἑδραίωμα, ατος, τό, [from ἑδραῖος
a foundation, base, NTest.