Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκθεσμος

From LSJ
Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθεσμος Medium diacritics: ἔκθεσμος Low diacritics: έκθεσμος Capitals: ΕΚΘΕΣΜΟΣ
Transliteration A: ékthesmos Transliteration B: ekthesmos Transliteration C: ekthesmos Beta Code: e)/kqesmos

English (LSJ)

ον,

   A lawless, unlawful, Ph.2.502, Phint. ap. Stob.4.23.61, POxy.129.4 (vi A. D.) ; monstrous, ὄναρ Plu.Caes.32 ; ὑποθέσεις Phld. Sto.339.18 ; εὑρήματα Ph.1.335 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 760] außer dem Gesetz, gesetzwidrig, Philo u. a. Sp. Dah. = greulich, ὄναρ Plut. Caes. 32. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεσμος: -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, ἄνομος, παράνομος, Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· φρικτός, δεινός, ὄναρ Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extraordinaire, effrayant.
Étymologie: ἐκ, θεσμός.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἐχθ- Phld.Sto.12.14
I 1ilícito, criminal esp. en rel c. las prohibiciones sex. ἔκθεσμον ... εἶμεν ἁδονᾶς ἕνεκεν ἁμαρτάνεν καὶ ὑβρίζεν Phint.153.5, ref. a un sueño incestuoso, Plu.Caes.32, cf. D.L.9.83, c. otras prohibiciones ἔ. σαρκοφαγία LXX 4Ma.5.14, ὑποθέσεις Phld.l.c., θυσία ... ἡ δι' ἀνθρώπων Hld.10.9.6, ref. a la divergencia relig. ἔθη Ph.2.443, ἀσέβεια Ph.1.205, ἐκθεσμότατα ... εὑρήματα Ph.1.335, ἔ. σπορά la semilla criminal de la divergencia, Athenag.Res.1.1, συνήθεια Gr.Nyss.Eun.2.197, εἰδωλολατρία Eus.VC 1.13.3, gener. πράγματα POxy.129.4 (VI d.C.), ἁμαρτία Anon. en Zonar.
subst. τὸ ἔ. acto ilícito ἔκθεσμα δρῶντος Phalar.Ep.122, cf. Philost.HE 6.3 (p.71.18).
2 aberrante, irregular en la crít. lingüíst. y literaria τινὲς γράφουσιν «ἰῶ», εἶτα «καταδακρυόεσσαν». γίνεται δὲ ἔκθεσμον Sch.Er.Il.11.601a, cf. 3.244, EM 481.27G.
subst. neutr. plu. cosas aberrantes, absurdos op. σοφά Aristarch. en Sch.Pi.O.2.152c.
II adv. -ως
1 ilícitamente de la elección de un obispo, Synes.Ep.67 (p.108).
2 de modo antinatural o aberrante, criminalmente θυγατράσι καὶ ἀδελφαῖς μίγνυσθαι Eus.PE 1.4.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθεσμος, -ον)
αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος
μσν.
(για πρόσ.) άδικος, άνομος
αρχ.
τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ»).

Greek Monotonic

ἔκθεσμος: -ον, ὁ, ο εκτός νόμου, παράνομος· φρικτός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθεσμος: жуткий, страшный (ὄναρ Plut.).

Middle Liddell

ἔκ-θεσμος, ον
out of law, lawless: horrible, Plut.