ἐπίρρησις

From LSJ
Revision as of 20:39, 5 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρησις Medium diacritics: ἐπίρρησις Low diacritics: επίρρησις Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epírrēsis Transliteration B: epirrēsis Transliteration C: epirrisis Beta Code: e)pi/rrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rebuke, reproach, δειλοῦ -ρρησιν μελεδαίνων Archil.8, cf. Plu.2.19c (pl.), Hsch.    II. invocation, θεῶν Phld.Piet. 74 (pl.); spell, charm, Luc.Philops.31, Jul.Afric.Oxy.412.46.    III. comment, Phld.Rh.2.55 S.; opp. πρόρρησις, ib.1.31 S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρησις: -εως, ἡ, ἔλεγχος, ὀνειδισμός, ψόγος, Ἀρχίλ. 7, Πλούτ. 2. 19C, Ἡσύχ. ΙΙ. ῥῆσις ἄνευ σημασίας τινὸς ἀπαγγελλομένη ἐν ταῖς μαγικαῖς ἐπῳδαῖς, ἐγὼ δὲ προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίρρησιν Λουκ. Φιλοψευδ. 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 incantation magique;
2 blâme, reproche.
Étymologie: ἐπί, Ϝρη- > ῥη ; cf. ἐρῶ.

Greek Monolingual

ἐπίρρησις, ἡ (Α) ρήσις
1. έλεγχος, κατηγορία
2. επίκληση
3. χαιρετισμός επωδού, μάγου, γόητα
4. αυτό που λέγεται κατόπιν, το σχόλιο.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρρησις: εως ἡ
1) упрек, порицание Plut.;
2) заклинание, заклятие, чары Luc.