ἑρμογλύφος
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
German (Pape)
[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.
Greek Monolingual
ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].
Greek Monotonic
ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.
Middle Liddell
ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]