ἠλιτοεργός

From LSJ
Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐτοεργός Medium diacritics: ἠλιτοεργός Low diacritics: ηλιτοεργός Capitals: ΗΛΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ēlitoergós Transliteration B: ēlitoergos Transliteration C: ilitoergos Beta Code: h)litoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A missing the work, failing in one's aim, AP7.210 (Antip.), dub.l. in Alc.Oxy.1360Fr.6.

German (Pape)

[Seite 1163] die That verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς θάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐτοεργός: -όν, ἀποτυγχάνων ἢ ἀποτυχὼν τοῦ ἔργου, τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ὡς θάνεν ἠλιτ. Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui a échoué dans une entreprise.
Étymologie: ἀλιταίνω, ἔργον.

Greek Monolingual

ἠλιτοεργός, -ov (Α)
αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο- (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + -εργος (< έργον), πρβλ. ά-εργος, άν-εργος].

Greek Monotonic

ἠλῐτοεργός: -όν (ἤλιτον, ἔργον), αυτός που αποτυγχάνει στην επίτευξη του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐτοεργός: потерпевший неудачу, неудачливый Anth.

Middle Liddell

ἠλῐτο-εργός, όν ἤλιτον, ἔργον
missing the work, failing in one's aim, Anth.