θεραπευτός

From LSJ
Revision as of 15:51, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτός Medium diacritics: θεραπευτός Low diacritics: θεραπευτός Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: therapeutós Transliteration B: therapeutos Transliteration C: therapeftos Beta Code: qerapeuto/s

English (LSJ)

όν,

   A that may be fostered or cultivated, Pl.Prt.325b.    2 curable, Paul.Aeg.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτός: -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος ὅπερ καλεῖται ἀρετὴ) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) θεραπεύσιμος, πάθος Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut cultiver;
2 guérissable.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεραπευτός, -όν) θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει («διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

θερᾰπευτός: -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να περιποιηθεί, να περιθάλψει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτός:
1) воспитуемый, поддающийся выработке (ἀρετή Plat.);
2) исцелимый (πάθος Arst.).