καταγιγαρτίζω

From LSJ
Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγῐγαρτίζω Medium diacritics: καταγιγαρτίζω Low diacritics: καταγιγαρτίζω Capitals: ΚΑΤΑΓΙΓΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: katagigartízō Transliteration B: katagigartizō Transliteration C: katagigartizo Beta Code: katagigarti/zw

English (LSJ)

   A take out the kernel: metaph., deflower, Ar.Ach. 275 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1342] eigtl. auskernen, s. γίγαρτον, in obscöner Bdtg Ar. Ach. 263, stuprare.

Greek (Liddell-Scott)

καταγῐγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.

Greek Monolingual

καταγιγαρτίζω (Α)
(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι του σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταγιγαρτίζω: досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγιγαρτίζω [κατά, γίγαρτον] ontmaagden.