λαθικήδης
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fait oublier le chagrin.
Étymologie: λαθεῖν, κῆδος.
Russian (Dvoretsky)
λᾰθῐκήδης: или λᾰθῐκηδής
1) заставляющий забыть заботы, разгоняющий тоску (Διόνυσος Anth.);
2) дающий успокоение, успокаивающий (μαζός, sc. μητρός Hom.).