λεκανίς
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Ar.Fr.805, Plu.2.828a, Luc. Am.39:
German (Pape)
[Seite 27] ίδος, ἡ, dim. zu λεκάνη, Luc. am. 39; Plut. vit. aer. al. 2; auch v.l. bei Teleclid. für λεκανίσκη.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. λεκάνιον.
Greek Monolingual
λεκανίς, -ίδος, ἡ (ΑM)
βλ. λεκανίδα.
Russian (Dvoretsky)
λεκᾰνίς: ίδος (ῐδ) ἡ Plut., Luc. = λεκάνιον.