λούστης

From LSJ
Revision as of 17:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λούστης Medium diacritics: λούστης Low diacritics: λούστης Capitals: ΛΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: loústēs Transliteration B: loustēs Transliteration C: loystis Beta Code: lou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.

Greek Monolingual

λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].

Russian (Dvoretsky)

λούστης: ου adj. любящий купаться (ὄρνιθες Arst.).