μόναπος

From LSJ
Revision as of 04:51, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόναπος Medium diacritics: μόναπος Low diacritics: μόναπος Capitals: ΜΟΝΑΠΟΣ
Transliteration A: mónapos Transliteration B: monapos Transliteration C: monapos Beta Code: mo/napos

English (LSJ)

ὁ, Paeonian name for βόνασος or βόλινθος, Arist.HA630a20:—written μόναιπος, Id.Mir.830a7; cf.

   A μόνωψ, μόνωτος 11.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, bei den Päoniern = βόνασος, Arist. H. A. 9, 45, auch μόνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

μόναπος: ὁ, Παιονικὸν ὄνομα τοῦ βονάσου ἤτοι ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. μόνωψ, μόνωτος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
taureau sauvage, bison européen, auroch, animal.
Étymologie: mot péonien.

Greek Monolingual

μόναπος και μόναιπος ὁ (Α)
παιονική ονομασία για τον βόνασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για ιλλυρική λ. που μπορεί να συνδεθεί με αρχ. ινδ. manyā «λαιμός, τράχηλος», αρχ. άνω γερμ. mana- «χαίτη», λατ. monīle, «περιτραχήλιο» (πρβλ. μανιάκης)].

Russian (Dvoretsky)

μόναπος: ὁ пэон. (= βόνασος) дикий бык, буйвол Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: Paeonic word for βόνασος, βόλινθος, wisent (Arist.),
Other forms: also μόναιπος (Arist.), μόνωψ, -ωπος (Ael.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: After Jokl Eberts Reallex. 6, 43b as Illyr. to Skt. mányā neck, Germ., e.g. OHG mana mane, Lat. monīle collar etc. (s. μανιάκης); agreeing Kretschmer Glotta 1, 377 ("with manes") against Fay AmJPh 28, 411 ff. - Fur. 207 etc. further adduces μόναιπος (Arist. Id. Mir. 830af) and derives μόνωτος (Antig. Mir. 53 cod.) from *μοναϜτος < *μοναπτος; both μόναιπος and *μοναπτος will continue a form *monapy-os (prob. from *manapyos). Still further variants are βόλινθος and βόνασ(σ)ος.