παλίμπλαγκτος

From LSJ
Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπλαγκτος Medium diacritics: παλίμπλαγκτος Low diacritics: παλίμπλαγκτος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: palímplanktos Transliteration B: palimplanktos Transliteration C: palimplagktos Beta Code: pali/mplagktos

English (LSJ)

ον,

   A back-driven, δρόμοι A.Pr.838.

German (Pape)

[Seite 448] hin und wieder irrend, zurückkehrend, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, Aesch. Prom. 840.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, ὁ ὀπίσω πλανώμενος, παλιμπλάγκτοισι χειμάζει δρόμοις, ὀπισθορμήτοις δρόμοις, Αἰσχύλ. Πρ. 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre en revenant sur ses pas, errant.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

Greek Monolingual

παλίμπλαγκτος, -ον (Α) παλιμπλάζομαι
αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πᾰλίμπλαγκτος: -ον, αυτός που περιπλανιέται πηγαίνοντας προς τα πίσω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπλαγκτος: блуждающий в обратном направлении, т. е. обратный (δρόμοι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμπλαγκτος -ον [πάλιν, πλάζω] heen en weer zwervend.