πέντοζος

From LSJ
Revision as of 05:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέντοζος Medium diacritics: πέντοζος Low diacritics: πέντοζος Capitals: ΠΕΝΤΟΖΟΣ
Transliteration A: péntozos Transliteration B: pentozos Transliteration C: pentozos Beta Code: pe/ntozos

English (LSJ)

ον,

   A with five branches : as Subst., of the human hand, Hes. Op. 742, Hsch. s.v. ἐμῇ πεντόζῳ (prob.).

German (Pape)

[Seite 559] wie πεντάοζος, fünfästig, Hes. O. 742, von der Hand gesagt, das Fünfzack, gleichsam fünfzackige Gabel.

Greek (Liddell-Scott)

πέντοζος: -ον, ὡς τὸ πεντάοζος, ὁ ἔχων πέντε ὄζους, κλάδους· ὁ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 740 καλεῖ τὴν χεῖρα πέντοζον, «τοὺς δακτύλους ὄζοις εἰκάζων» (Πρόκλ.), πρβλ. πεντάκλαδος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq nœuds ou branches.
Étymologie: πέντε, ὄζος.

Greek Monolingual

και πεντάοζος, -ον, Α
1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος
2. το αρσ. ως ουσ. πέντοζος
μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- / πεντα- + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρί-οζος)].

Greek Monotonic

πέντοζος: -ον όπως το πεντάοζος, αυτός που έχει πέντε κλάδους· ο Ησίοδ. ονομάζει το χέρι πέντοζον, οι πέντε κλάδοι, οι πέντε διακλαδώσεις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέντοζος -ον [πέντε, ὄζος] met vijf takken; overdr.. ἡ πέντοζος de hand Hes. Op. 742.

Russian (Dvoretsky)

πέντοζος: ἡ пятиветвие, т. е. кисть руки Hes.

Middle Liddell

πέντ-οζος, ον,
like πεντάοζος, with five branches: Hes. calls the hand πέντοζον, the five-branch.