περιστερός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A v. περιστερά.
German (Pape)
[Seite 594] ὁ, masc. von περιστερά, Täuber, Täuberich, Pherecrat. u. Alexis bei Ath. IX, 395 a; von Luc. Soloec. 7 getadelt.
Greek (Liddell-Scott)
περιστερός: ὁ, ἴδε ἐν λ. περιστερά.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pigeon mâle, oiseau.
Étymologie: DELG par dissimil. de πελειάς, et suff. différentiel -τερος.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και περίστερος Ν
αρσενικό περιστέρι, ο γούτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρ-ος)].
Russian (Dvoretsky)
περιστερός: ὁ голубь-самец Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστερός -οῦ, ὁ mannetjesduif, doffer.