πονηρῶς
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
French (Bailly abrégé)
adv.
en mauvais état : πονερῶς ἔχειν ou διακεῖσθαι, être en mauvais état.
Étymologie: πονηρός.
Russian (Dvoretsky)
πονηρῶς: дурно, плохо, в плохом состоянии: π. ἔχειν Thuc., Xen. или διακεῖσθαι Isocr., Dem. находиться в плохом состоянии.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πονηρῶς adv. van πονηρός.