πτύγξ
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
πτυγγός, ὁ,
A eagle-owl, = ὕβρις, dub. l. in Arist.HA615b11.
German (Pape)
[Seite 811] υγγός, ἡ, ein Raubvogel, = ὑβρίς, Arist. H. A. 9, 12. S. auch πῶϋγξ.
Greek (Liddell-Scott)
πτύγξ: -υγγός, ὁ, εἶδος γλαυκὸς μεγάλης, «ἡ δ’ ὑβρίς, φασὶ δέ τινες εἶναι τὸν αὐτὸν τοῦτον ὄρνιθα τῷ πτυγγί, οὗτος ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται διὰ τὸ μὴ βλέπειν ὀξύ, τὰς δὲ νύκτας θηρεύει ὥσπερ οἱ ἀετοὶ» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
υγγός (ἡ) :
sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi ὑβρίς.
Étymologie:.
Greek Monolingual
πτυγγός, ὁ, Α
1. κουκουβάγια
2. μπούφος.
Russian (Dvoretsky)
πτύγξ: πτυγγός ἡ (или ὑβρίς) птинг (род ночной хищной птицы) Arst.