προϋπαρχή

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπαρχή Medium diacritics: προϋπαρχή Low diacritics: προϋπαρχή Capitals: ΠΡΟΫΠΑΡΧΗ
Transliteration A: proüparchḗ Transliteration B: prouparchē Transliteration C: proyparchi Beta Code: prou+parxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A previous service, τὴν π. ἀμείψασθαι Arist.EN1165a5.

German (Pape)

[Seite 794] ἡ, der Anfang, vorangegangene Wohlthaten, Verdienste, ἑτέρου προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι, Arist. eth. 9, 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπαρχή: ἡ, προτέρα ὑπηρεσία, ἀμείβεσθαι τὴν πρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
service qu’on rend le premier à qqn.
Étymologie: προϋπάρχω.

Greek Monolingual

ἡ, Α ὑπαρχή
1. προηγούμενη υπηρεσία ή εξυπηρέτηση
2. προευεργέτηση.

Greek Monotonic

προϋπαρχή: ἡ, προηγούμενη υπηρεσία ή ευεργεσία, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προϋπαρχή -ῆς, ἡ [προϋπάρχω] voorafgaande dienst.

Russian (Dvoretsky)

προϋπαρχή: ἡ ранее оказанная услуга или помощь: τὸ τὴν προϋπαρχὴν ἀμείψασθαι Arst. воздаяние за прежнюю услугу.