συγγέωργος

From LSJ
Revision as of 13:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγέωργος Medium diacritics: συγγέωργος Low diacritics: συγγέωργος Capitals: ΣΥΓΓΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: syngéōrgos Transliteration B: syngeōrgos Transliteration C: syggeorgos Beta Code: sugge/wrgos

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.

Greek Monotonic

συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης στις γεωργικές εργασίες, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-γέωργος -ου, ὁ mede-landwerker, mede-boer

Russian (Dvoretsky)

συγγέωργος: или συγ-γεωργός ὁ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph.