φιλανδρία

From LSJ
Revision as of 19:59, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλανδρία Medium diacritics: φιλανδρία Low diacritics: φιλανδρία Capitals: ΦΙΛΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: philandría Transliteration B: philandria Transliteration C: filandria Beta Code: filandri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love for a husband, Ph.2.36, Luc.Halc.2, IG5(1).1249 (Cyparissia), 14.1976, Lib.Or.29.14: pl., examples of wifely affection, App.BC4.36.    II wifely jealousy, E. Andr.229.    2 in later Gr. in bad sense, love of the male sex, Hermog. Id.2.5.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Liebe zum Manne, zum Gatten; Eur. Andr. 228; Luc. Halc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανδρία: ἡ, ἡ πρὸς ἄνδρα ἀγάπη, Εὐριπ. Ἀνδρ. 228. 2) ἡ πρὸς τὸν ἄνδρα, δηλ. τὸν σύζυγον ἀγάπη, Λουκ. Ἁλκ. 2. Ἀνθ. Π. παράρτημ. 313, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκ.) 497a, πρβλ. 642. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 amour d’une femme pour les hommes;
2 amour d’une femme pour son époux.
Étymologie: φίλανδρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φίλανδρος
1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.)
2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα
3. συζυγική ζήλεια.

Greek Monotonic

φῐλανδρία: ἡ,
1. αγάπη για το ανδρικό φύλο, σε Ευρ.
2. αγάπη για το σύζυγο, σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλανδρία:
1) любовь к мужчинам, мужелюбие (sc. Ἑλένης Eur.);
2) любовь к своему мужу (sc. τῆς Ἀλκυόνος Luc.).