διαπιέζω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A press together, Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 595] zusammendrücken, Luc. Lexiph. 11.
Greek (Liddell-Scott)
διαπῐέζω: μέλλ. -έσω, συμπιέζω, Λουκ. Λεξιφ. 11.
French (Bailly abrégé)
ao. διεπίεσα;
presser l’un contre l’autre, écraser ensemble.
Étymologie: διά, πιέζω.
Spanish (DGE)
1 apretar, comprimir ἀμφοτέραις ... αὐτοῦ τὰ ἄκρα Luc.Lex.11.
2 exprimir en v. pas. οὕτως γὰρ διαπιεσθήσεται τὸ ἰῶδες αὐτῶν Gal.11.317.
Russian (Dvoretsky)
διαπιέζω: сдавливать, сжимать (ἀμφοτέραις τι Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πιέζω samendrukken.