παντᾷ

From LSJ
Revision as of 14:20, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾷ Medium diacritics: παντᾷ Low diacritics: παντά Capitals: ΠΑΝΤΑ
Transliteration A: pantā̂i Transliteration B: panta Transliteration C: panta Beta Code: panta=|

English (LSJ)

   A v. πάντῃ.

Greek (Liddell-Scott)

παντᾷ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ πάντῃ.

French (Bailly abrégé)

adv.
dor. c. πάντῃ;
1 partout, de tous côtés, sur tous les points;
2 entièrement, complètement.
Étymologie: πᾶς.

English (Slater)

παντᾱ
   1 everywhere πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ (O. 1.116) παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν (O. 9.24) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις (P. 1.96) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.23) ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (P. 4.171) παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.38) ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος (I. 4.1)

Greek Monotonic

παντᾷ: Δωρ. αντί πάντῃ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντᾷ, Dor. voor πάντῃ.