προσμηχανάομαι
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Pass.,
A to be cunningly fastened to or upon, A. Th.541,643. II Med., contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Pl.R.467c; διατριβὴν ἑτέραν D.H.7.37; τούτοις ἄλλα παράδοξα J.AJ8.13.1; τιθασεύματα Porph.Abst.1.9.
German (Pape)
[Seite 772] noch dazu ersinnen, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, Plat. Rep. V, 467 c; künstlich hinzusetzen, perf. in pass. Bdtg, σῆμα προσμεμηχανημένον, Aesch. Spt. 625, vgl. 523.
Greek (Liddell-Scott)
προσμηχᾰνάομαι: Παθητ., εὐφυῶς προσάπτομαι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 541, 643. ΙΙ. Μέσ., μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, ἐξευρίσκω δι’ ἐμαυτόν, πορίζομαι, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Πλάτ. Πολ. 467C· διατριβὴν Διον. Ἁλ. 7. 37.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
au sens Pass.
être fixé ou attaché à.
Étymologie: πρός, μηχανάω.
Greek Monotonic
προσμηχᾰνάομαι:I. Παθ., προσάπτομαι ευφυώς σε ή πάνω σε, σε Αισχύλ.
II. Μέσ., επινοώ ή βρίσκω για τον εαυτό μου, αὐτοῖς ἀσφάλειαν, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσμηχᾰνάομαι: 1) быть приделанным, быть укрепленным (προσμεμηχανημένος γόμφοις Aesch.);
2) устраивать, обеспечивать (ἀσφάλειάν τινι Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μηχανάομαι, med. erop bevestigen:; Σφίγγ ’... προσμεμηχανημένην γόμφοις de Sfinx die er met nagels op bevestigd is Aeschl. Sept. 541; erbij tot stand brengen. προσμηχανᾶσθαι δ ’ αὐτοῖς ἀσφάλειαν voor hen ook nog veiligheid bewerken Plat. Resp. 467c.
Middle Liddell
I. Pass. to be cunningly fastened to or upon, Aesch.
II. Mid. to contrive or procure for oneself, αὐτοῖς ἀσφάλειαν Plat.