Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσυπάρχω

From LSJ
Revision as of 00:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπάρχω Medium diacritics: προσυπάρχω Low diacritics: προσυπάρχω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: prosypárchō Transliteration B: prosyparchō Transliteration C: prosyparcho Beta Code: prosupa/rxw

English (LSJ)

   A exist besides, δεῖ τὴν τρίτην ἔτι -ειν Arist.GC 335a31; καὶ μηδὲ [ἂν] ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι and it would further have been my fate not even to be buried at home, D.21.106.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu vorhanden sein, οὐδε ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, dazu würde ich nicht einmal haben begraben werden können, Dem. 21, 106.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπάρχω: ὑπάρχω προσέτι, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, προσέτι δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

appartenir à, être donné à.
Étymologie: πρός, ὑπάρχω.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπάρχω
υπάρχω επί πλέον
νεοελλ.
συνυπάρχω μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

προσυπάρχω: μέλ. -ξω, υπάρχω επιπλέον, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, και επιπλέον ούτε να ταφώ μπορούσα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσυπάρχω: быть еще в наличии: δεῖ καὶ τὴν τρίτην ἔτι π. Arst. необходимо, чтобы (кроме содержания и формы) существовало еще и нечто третье; προσυπάρχει ἐμοί Dem. мне также предстоит (приходится) еще.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-υπάρχω bovendien ten deel vallen, met dat.: μηδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι het was mij ook niet vergund in mijn vaderland begraven te worden Dem. 21.106.

Middle Liddell

fut. ξω
to exist besides, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί and besides I could not have been buried, Dem.