πρότμησις

From LSJ
Revision as of 06:17, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότμησις Medium diacritics: πρότμησις Low diacritics: πρότμησις Capitals: ΠΡΟΤΜΗΣΙΣ
Transliteration A: prótmēsis Transliteration B: protmēsis Transliteration C: protmisis Beta Code: pro/tmhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προτέμνω)

   A waist or loins, where the body is drawn in, Il.11.424, Q.S.6.374; = ὀσφῦς, Poll.2.179, SIG1017.7 (Sinope, iii B.C.); but cf. EM691.18 (πρότμητιν is a variant in Sch.T Il.l.c.,cf.προτμῆτις Hsch., πρότμηστιν Phot.); προτμητόν· τὸν ὀμφαλόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 793] ἡ, der Abschnitt oder Einschnitt in der Gestalt des Menschen über den Hüften, die Weichen, die Taille, die Gegend um den Nabel, Il. 11, 424 u. sp. D., wie Qu. Sm. 6, 374, auch in späterer Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πρότμησις: ἡ, (προτέμνω) ἡ ὀσφύς, καθ᾿ ἣν τὸ σῶμα συστέλλεται πρὸς τὰ ἔσω, Ἰλ. Λ. 424, Κόϊντ. Σμ. 6. 374. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότμησις· ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν τόπος»· ― κατὰ δὲ Σουΐδ.: «πρότμησιν, ὀμφαλόν, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἦτρον, διὰ τὸ πρῶτον τέμνεσθαι ἐν τοῖς βρέφεσι».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
taille, litt. coupe de la partie antérieure ou supérieure du corps.
Étymologie: προτέμνω.

English (Autenrieth)

(τέμνω): parts about the navel, Il. 11.424†.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
1. η πάνω από τους μηρούς περιοχή του ανθρώπινου σώματος, η μέση
2. η περιοχή γύρω από τον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτέμνω. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι βρίσκεται γύρω από το σημείο όπου έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος].

Russian (Dvoretsky)

πρότμησις: εως ἡ нижняя часть живота Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρότμησις -εως, ἡ [προτέμνω] lendenen, zijde.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: navel (region) (Λ 424, Q.S., Sinope IIIa, H., Poll.); in H. also προτμῆτις ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν κατὰ τὸν λαγόνα τόπος and προτμητόν τὸν ὀμφαλόν.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Verbal noun of προτέμνω cut off in front, prop. of the cutting off of the navel string, then of the navel itself (and the region around it (Porzig Satzinhalte 337). Often as "incision of the body", waste or so explained (e.g. LSJ, Benveniste Noms d'agent 78); to be rejected. -- The form προτμῆτις in H. (also sch. on Λ 424 as v. l.; accent uncertain) must, if the accent is reliable, be explained as fem. of *προτμής (like προβλής); cf. e.g. δασπλῆτις and προβλῆτις, ἀδμῆτις, which are however rare and late. A proparoxytonon πρότμητις would be very curious and can harly be justified as archaism (thus Wackernagel Unt. 236).