σκυδμαίνω

From LSJ
Revision as of 07:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυδμαίνω Medium diacritics: σκυδμαίνω Low diacritics: σκυδμαίνω Capitals: ΣΚΥΔΜΑΙΝΩ
Transliteration A: skydmaínō Transliteration B: skydmainō Transliteration C: skydmaino Beta Code: skudmai/nw

English (LSJ)

=

   A σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.

German (Pape)

[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.

Greek (Liddell-Scott)

σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».

French (Bailly abrégé)

seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s’irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].

Greek Monotonic

σκυδμαίνω: μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, τινί, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. σκυδμαινέμεν).

Russian (Dvoretsky)

σκυδμαίνω: (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυδμαίνω [~ σκύζομαι] boos zijn op, mopperen op, met dat.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to rage, to grumble; with as backformation σκύδμαινος σκυθρωπός H. (Σ 592).
Compounds: ἀπο- σκυδμαίνω (Σ 65).
Derivatives: Besides σκύζομαι, also w. ἐπι-, (Hom.), aor. opt. ἐπισκύσσαιτο (η 306), ind. ἐπισκύσαι (EM) id.; act. σκύζουσιν ἡσυχῆ ὑποφθέγγονται, ὥσπερ κύνες H.; σκυζάω id. (Poll.). Also PN Σκύδρος (Delos IVa)?; cf. Bechtel Hist. Personennamen 501. -- With θρο- or ρο-suffix σκυθρός grumpy, murky, gloomy (Men., Arat.) with σκυθρ-άζω to be grumpy, murky (E. El. 830), -ίων m. PN (Tanagra IVa); on σκύθραξ μεῖραξ, ἔφηβος H. s. σκυρθάλιος. Mostly in σκυθρ-ωπός with a gloomy look (Hp., Att.; cf. Sommer Nominalkomp. 7 a. 9) with -ωπότης f. (Hp.), -ωπάζω to look gloomy etc., -ωπασμός f. (Plu.). As in ἐριδμαίνω beside ἐρίζω σκυδμαίνω beside σκύζομαι has its -μ- from πημαίνω, θερμαίνω etc. Thus beside σκυδ- : σκυζ- may have been built after ἐριδ- : ἐριζ-. In this way there is for σκυθρός no basis for a basic *σκυδ-θρος (from where *σκυσ-θρός and with dissim. σκυθρός; Schwyzer KZ 37, 149f.).
Origin: IE [Indo-European] [955] *skudʰ- grumble
Etymology: Without certain etymology. After tradit. interpretation since Bezzenberger-Fick BB 6, 240 to Lith. (pra-)skundù, -skudaũ, -skùsti become nervous, tired, begin to feel pain, Latv. skundêt grumble, commiserate (oneself), blame, gradge etc. (WP. 2, 554, Pok. 955). The Lith. accent points to (wrong Pok.).