ῥακτήριος

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακτήριος Medium diacritics: ῥακτήριος Low diacritics: ρακτήριος Capitals: ΡΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhaktḗrios Transliteration B: rhaktērios Transliteration C: raktirios Beta Code: r(akth/rios

English (LSJ)

α, ον, (ῥάσσω)

   A fit for striking with, κέντρα S.Fr.802.    II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.), Id.Fr.699.    III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.    IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.

German (Pape)

[Seite 833] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακτήριος: -α, -ον, (ῥάσσω) ἐπιτήδειος ὅπως κτυπήσῃ τις δι’ αὐτοῦ, κέντρα Τραγ. παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια («ψοφώδη καὶ θορυβώδη» Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 631.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.)
2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδηςμέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον
ὄρχησίς τις»
β) «ῥακτήρια
τύμπανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + επίθημα -τήριος μέσω ενός αμάρτυρου φακτήρ (πρβλ. φυλακ-τήριος)].

Russian (Dvoretsky)

ῥακτήριος: ῥάσσω
1) подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);
2) шумный, нестройный (μέλη βοῶν Soph.).

Frisk Etymological English

ῥάκτρια See also: s. ῥάσσω.

Frisk Etymology German

ῥακτήριος: ῥάκτρια
{rhaktḗrios}
See also: s. ῥάσσω.
Page 2,641