κιννάβαρι

From LSJ
Revision as of 11:36, 23 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιννάβᾰρι Medium diacritics: κιννάβαρι Low diacritics: κιννάβαρι Capitals: ΚΙΝΝΑΒΑΡΙ
Transliteration A: kinnábari Transliteration B: kinnabari Transliteration C: kinnavari Beta Code: kinna/bari

English (LSJ)

[νᾰ], εως, τό,

   A cinnabar, bisulphuret of mercury, whence vermilion is obtained, Arist.Mete.378a26, Thphr.Lap.58, Dsc.5.94; thought by some to be serpent's blood, Dsc.l.c., Plin.HN33.116:—a masc.form κιννάβαρις, Anaxandr.14:—also τεγγάβαρι (q.v.).    2 = ἐρυθρόδανον, Ps.-Dsc.3.143 (-ρις).

Greek (Liddell-Scott)

κιννάβᾰρι: νᾰ, εως, τό, ὀρυκτὸν μεταλλοῦχον περιέχον θεῖον καὶ ὑδράργυρον, ὁπόθεν τὸ ἐρυθρὸν χρῶμα vermilion (Λατ. minium), Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 11, Θεοφρ. π. Λίθ. 58, Διοσκ. 5. 110. ΙΙ. «τὸ αἷμα τοῦ δράκοντος», βαφὴ λαμβανομένη ἐκ τοῦ κόμμεος δένδρου φέροντος τὸ ὄνομα τοῦτο, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλίν. 33. 38. ― Ἀρσεν. τύπος κιννάβαρις, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2, πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Αἰλ. π. Ζ. 4. 21· ὡσαύτως τεγγάβαρι, ὃ ἴδε. 2) ὡς συνώνυμ. τοῦ ἐρυθροδάνου, Διοσκ. 3. 160.

French (Bailly abrégé)

εως (τό) :
cinabre, vermillon.
Étymologie: DELG emprunt prob. oriental.

Spanish

cinabrio

Greek Monolingual

το (ΑΜ κιννάβαρι, -εως, Α και τιγγάβαρι και τιγγάβαρυ)
θειούχο ορυκτό του υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. κινναβαρίτης
μσν.
1. το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό
2. κόκκινο μελάνι
αρχ.
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cinnabaris].

Russian (Dvoretsky)

κιννάβᾰρι: εως (νᾰ) τό киноварь, сернистая ртуть Arst.

Frisk Etymological English

-εως
Grammatical information: n. (Arist., Thphr. usw.), also -ις m. (Anaxandr. 14, Ps.-Dsk. 3, 14 3)
Meaning: cinnabar (Arist., Thphr. usw.), also -ις m. (Anaxandr. 14, Ps.-Dsc. 3, 14 3) serpent's blood' (painter's colour); also as plant-name = ἐρυθρόδανον (Ps.-Dsc.).
Derivatives: κινναβάριον name of an ointment for the eye (Gal.), -άρινος cinnabarred, vermillion (Arist.), -αρίζω be cinnabarred (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.X
Etymology: Foreign word of unknown oriental source; cf. Schrader-Nehring Reallex. 2, 701f. From Greek Lat. cinnabaris with MHG zinober etc. - A remarkable side-form is τιγγάβαρι (Diocl. Com. 9, 10, Theognost. Kan. 120, H.) with τιγγαβάρινος (Dam. Isid. 203), with ki- > ḱi- > tsi-?.