γῄτης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὁ, contr. for γηΐτης (q. v.).
German (Pape)
[Seite 490] ὁ, = γηΐτης, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
γῄτης: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ γηΐτης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
v. γηΐτης.
Spanish (DGE)
v. γηΐτης.
Greek Monotonic
γῄτης: ὁ, συνηρ. αντί γηΐτης.
Russian (Dvoretsky)
γῄτης: стяж. к γηΐτης.