κατάδεσις

From LSJ
Revision as of 18:54, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδεσις Medium diacritics: κατάδεσις Low diacritics: κατάδεσις Capitals: ΚΑΤΑΔΕΣΙΣ
Transliteration A: katádesis Transliteration B: katadesis Transliteration C: katadesis Beta Code: kata/desis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A binding fast, Plu.2.771a.    II binding by magic knots: hence, spells, enchantments, in pl., Pl.Lg.933a.

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, das An-, Festbinden, der Verband; Plut. amat. 25; neben ἐπῳδαί Plat. Legg. XI, 933 a; vgl. κατάδεσμος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδεσις: -εως, ἡ, τὸ στερεῶς δένειν, στερεὸν δέσιμον, Πλούτ. 2. 771Α. ΙΙ. δέσις διὰ μαγείας, Λατ. defixio, Πλάτ. Νόμ. 933Α· πρβλ. κατάδεσμος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de lier, d’attacher.
Étymologie: καταδέω¹.

Greek Monolingual

κατάδεσις, ἡ (Α) καταδέω (Ι)]
1. στερεό δέσιμο
2. δέσιμο κάποιου με μάγια
3. στον πληθ. οἱ καταδέσεις
μαγείες, μαγγανείες («ἐπῳδαῑς καὶ καταδέσεσι», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

κατάδεσις: εως ἡ
1) перевязь, повязка (τῆς κεφαλῆς Plut.);
2) магический узел (один из приемов античной магии) Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάδεσις -εως, ἡ [καταδέω 1] bezwering.