κρυβῆ
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Adv., A = κρύβδην, v.l. in LXX 2 Ki. 12.12, cf. 3 Ma.4.12, POxy.83.14 (iv A.D.):—also κρυβ-ήν, Corp.Herm.13.1 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
κρυβῆ: Ἐπιρρ. = κρύβδην, Ἑβδ. (Β΄ Βασ. ΙΒ΄, 13).
Greek Monolingual
(I)
κρυβή, ἡ (Α)
στον πληθ. αἱ κρυβαί
η απόκρυψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην].
(II)
κρυβῇ (Α)
επίρρ. βλ. κρύβδην.