ἐνολισθάνω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
later ἐνοινο-αίνω, aor. 2 ἐνώλισθον,
A fall in, of the ground, χάσμασι πολλοῖς Plu.Cim.16; slip and fall, of birds, Id.Pomp.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνολισθάνω: καὶ μεταγεν. -αίνω, ὀλισθαίνω ἔν τινι, βυθίζομαι, ἡ δὲ χώρα... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖς Πλουτ. Κίμ. 16˙ ὀλισθαίνω ἔν τινι καὶ πίπτω, ὁ αὐτ. Πομπ. 25.
Greek Monotonic
ἐνολισθάνω: ή -αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον, καταρρέω, υποχωρώ, λέγεται για το έδαφος, σε Πλούτ.· γλιστρώ και πέφτω, στον ίδ.
Middle Liddell
or -αίνω fut. -ολισθήσω aor2 -ώλισθον
to fall in, of the ground, Plut.: to slip and fall, Plut.