νευρορραφέω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
v. νευροραφέω.
Greek (Liddell-Scott)
νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.
Russian (Dvoretsky)
νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).
Middle Liddell
νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος