παλίρρους

From LSJ
Revision as of 19:28, 16 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. παλίρροος.

Greek Monolingual

παλίρρους, παλίρρουν και παλίρροος, παλίρροον (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα πίσω («εἰς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῡν», Ευρ.)
2. (για την αναπνοή) αυτός που εισέρχεται και εξέρχεται («παλίρρους ἀήρ», Οππ.)
3. αυτός που επανέρχεται εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόος / ῥοῦς (< ῥέω)].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρους: стяж. = πᾰλίρροος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρρους -ουν, zonder contr. παλίρροος -οον [πάλιν, ῥέω] terugstromend; overdr. vergeldend:. παλίρρους … δίκα recht dat vergelding brengt Eur. El. 1155.

Middle Liddell

πᾰλίρρους, πᾰλίρρουν,
I. back-flowing, refluent, Eur.
II. metaph. recurring, returning upon one's head, Eur.