συνασχαλάω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασχᾰλάω Medium diacritics: συνασχαλάω Low diacritics: συνασχαλάω Capitals: ΣΥΝΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: synaschaláō Transliteration B: synaschalaō Transliteration C: synaschalao Beta Code: sunasxala/w

English (LSJ)

   A sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.

German (Pape)

[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.

Greek (Liddell-Scott)

συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.

French (Bailly abrégé)

compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.

Greek Monotonic

συνασχᾰλάω: μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνασχᾰλάω: сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Aesch.).

Middle Liddell

only in pres.]
to sympathise indignantly with a thing, c. dat., Aesch.