ἀναλείχω
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
A lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.
German (Pape)
[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.
Spanish (DGE)
lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.
Greek Monolingual
(Α ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].
Greek Monotonic
ἀναλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλείχω: слизывать (τὸ αἷμα Her.).