ὅδιος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, (ὁδός)
A belonging to a way or journey, ὄρνις ὅ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), A.Ag.157 (lyr.); ὅ. κράτος αἴσιον ib. 104 (lyr.); Ἑρμῆς ὅ. H. the guardian of roads and travellers, whose statues stood on the road-side, Hsch. II ὅδιον, τό, travelling expenses, prob. in Inscr.Magn.52.39.
German (Pape)
[Seite 292] den Weg, die Reise betreffend; ἀπ' ὀρνίθων ὁδίων, Aesch. Ag. 152, die ein günstiges Vorzeichen für die Reise geben; ähnl. ὅδιον κράτος αἴσιον ἀνδρῶν, 104, die unter günstigen Zeichen reif'ten. – Hermes heißt so als Beschützer der Wege u. der Reisenden, Hesych. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ὅδιος: -ον, (ὁδὸς) ὁ ἀνήκων εἰς ὁδὸν ἢ ὁδοιπορίαν, ὄρνις ὅδ., πτηνὸν προμηνῦόν τι διὰ τὴν ὁδοιπορίαν (ἢ ὁρώμενον καθ’ ὁδόν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 157· οὕτω, ὅδ. κράτος αἴσιον αὐτόθι 104· οὕτως ἐν Πινδ. Ν. 9. 45, αἰσιᾶν οὐ κατ’ ὀρνίχων ὁδόν: - Ἑρμῆς ὅδ., ὁ Ἑρμῆς ὁ προστάτης τῶν ὁδῶν καὶ τῶν ὁδοιπόρων, οὗ τὰ ἀγάλματα ἵσταντο παρὰ τὴν ὁδόν, Ἡσύχ.· πρβλ. ἐνόδιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’heureux augure pour le voyage.
Étymologie: ὁδός.
Greek Monotonic
ὅδιος: -ον (ὁδός), αυτός που ανήκει σε μια οδό ή μια διαδρομή, ὄρνιςὄδιος, πουλί που, ως οιωνός, προμηνύει κάτι για το ταξίδι (ή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη διαδρομή), σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὅδιος: дорожный, путевой: ὄρνιθες ὅσιοι Aesch. птицы, предвещающие счастливый путь; ὅδιον κράτος αἴσιον Aesch. благоприятное предзнаменование для путешествия.
Middle Liddell
ὅδιος, ον, ὁδός
belonging to a way, ὄρνις ὅδ. a bird of omen for the journey (or seen by the way), Aesch.