αὐτομολία

From LSJ
Revision as of 10:21, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτομολία Medium diacritics: αὐτομολία Low diacritics: αυτομολία Capitals: ΑΥΤΟΜΟΛΙΑ
Transliteration A: automolía Transliteration B: automolia Transliteration C: aftomolia Beta Code: au)tomoli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A desertion, Th.7.13, etc.

German (Pape)

[Seite 399] ἡ, das Ueberlaufen, Thuc. 7, 13 u. Folgde. Auch im plur., Dion. Hal. 6, 51.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτομολία: ἡ, τὸ αὐτομολεῖν, Θουκ. 7. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désertion d’un transfuge.
Étymologie: αὐτόμολος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 deserción αὐτομολίας πρόφασις Th.7.13, cf. D.C.Epit.7.10.6, αὐτομολίας ἀνάγκη Charito 8.5.8, αὐτομολίᾳ χρήσασθαι desertar Philostr.Her.65.4.
2 en plu. brotes ref. a los árboles, Poll.7.146.

Greek Monolingual

η (AM αὐτομολία) αυτόμολος
1. η μετάβαση στρατιωτικού ή προσκολλημένου στον στρατό χωρίς έγγραφη άδεια ή διαταγή του ανωτέρου του στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές
2. η εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας ή παράταξης και η προσχώρηση σε άλλη διαφορετική ή εντελώς αντίθετη.

Greek Monotonic

αὐτομολία: ἡ, λιποταξία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτομολία: ἡ тж. pl. переход на сторону противника Thuc., Plut.

Middle Liddell

[From αὐτόμολος
desertion, Thuc.