δακτυλοκαμψόδυνος

From LSJ
Revision as of 19:58, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλοκαμψόδῠνος Medium diacritics: δακτυλοκαμψόδυνος Low diacritics: δακτυλοκαμψόδυνος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΚΑΜΨΟΔΥΝΟΣ
Transliteration A: daktylokampsódynos Transliteration B: daktylokampsodynos Transliteration C: daktylokampsodynos Beta Code: daktulokamyo/dunos

English (LSJ)

ον,

   A wearying the fingers by keeping them bent, APl.1.18.

German (Pape)

[Seite 520] ψῆφος, durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen), Ep. ad. 437 (Plan. 18).

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον, ὁ καταπονῶν τοὺς δακτύλους, τηρῶν αὐτοὺς κεκαμμένους, Ἀνθ. Πλαν. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui souffre de tenir ses doigts tordus ou crispés.
Étymologie: δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη.

Greek Monolingual

δακτυλοκαμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»].

Greek Monotonic

δακτῠλοκαμψόδῠνος: -ον (κάμπτω, ὀδύνη), αυτός που κουράζει τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα, αυτός που λυγίζει τα δάχτυλα και προξενεί πόνο, σε Ανθ.

Middle Liddell

δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη
wearying the fingers by keeping them bent, Anth.