ἐγρεκύδοιμος
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
[ῠ], ον<,
A rousing the din of war, strife-stirring, epith. of Pallas, Hes.Th.925, Lamprocl.1.
German (Pape)
[Seite 712] Pallas, Kriegslärm erregend, Hes. Th. 925 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρεκύδοιμος: -ον, ὁ διεγείρων κυδοιμόν, θόρυβον τῆς μάχης, ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Ἡσύχ. Θ. 925, Λαμπροκλ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui excite au tumulte (des combats), ép. de Pallas, d’une bacchante, de la flûte.
Étymologie: ἐγείρω, κυδοιμός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
instigador del combate epít. de dioses, esp. de Palas, Hes.Th.925, Lamprocl.1(b), Luc.Trag.98, Orph.L.586, Nonn.D.36.21, Sch.Er.Il.13.128, de Eris, Q.S.1.180, de Ares, Nonn.D.32.164, 33.156
•de cosas que da la señal de combate, que incita al combate μυγδονίς Nonn.D.13.505, σύριγξ Nonn.D.14.404, κτύπος Nonn.D.36.206, μέλος Nonn.D.39.125.
Greek Monolingual
ἐγρεκύδοιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί πολεμικό θόρυβο.
Greek Monotonic
ἐγρεκύδοιμος: -ον, αυτός που εγείρει, που ξυπνάει τον κρότο του πολέμου, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρεκύδοιμος: (ῡ) поднимающая боевой шум (эпитет Паллады Hes.).
Middle Liddell
ἐγρε-κύδοιμος, ον
rousing the din of war, Hes.