ἐμμαπέως

From LSJ
Revision as of 14:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμᾰπέως Medium diacritics: ἐμμαπέως Low diacritics: εμμαπέως Capitals: ΕΜΜΑΠΕΩΣ
Transliteration A: emmapéōs Transliteration B: emmapeōs Transliteration C: emmapeos Beta Code: e)mmape/ws

English (LSJ)

Adv., (μαπέειν)

   A quickly, hastily, ἐ. ἀπόρουσε Il.5.836; ὑπάκουσε Od.14.485, h.Ven.180; ὑπέδεκτο Hes.Sc.442.

German (Pape)

[Seite 807] (μάρπτω, μαπεῖν, also im Griff, schnell zugreifend), sofort, sogleich, rasch; ἀπόρουσε Il. 5, 836; ὑπάκουσε Od. 14, 485; h. Ven. 118; ὑπέδεκτο Hes. Sc. 442. – Andere leiteten es von ἅμα τῷ ἔπει ab.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμᾰπέως: ἐπίρρ. «ἐνεργῶς, ταχέως, ἑτοίμως, σπουδαίως, μετὰ σπουδῆς» (Σχόλ.)· ἐμμαπέως ἀπόρουσε Ἰλ. Ε. 836· ὑπάκουσε Ὀδ. Ξ. 485· ὑπέδεκτο Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 442. Κατὰ τὸν Ἡσύχ. ἐκ τοῦ ἅμα τῷ εἰπεῖν: ἄλλοι κάλλιον ἐκ τοῦ μαπέειν, δράττεσθαι προθύμως.

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, rapidement.
Étymologie: ἐν, μαπέειν.

English (Autenrieth)

instantly, Il. 5.836 and Od. 14.485.

Spanish (DGE)

(ἐμμᾰπέως)
adv. con prontitud, con diligencia, inmediatamente ὁ δ' ἄρ' ἐ. ἀπόρουσεν Il.5.836, ἐ. ὑπάκουσεν Od.14.485, h.Ven.180, cf. Hes.Sc.442, Io Eleg.3.

Greek Monolingual

ἐμμαπέως (Α)
επίρρ. γρήγορα ή με προθυμία.

Greek Monotonic

ἐμμᾰπέως: επίρρ., γρήγορα, ταχέως, πάραυτα, βιαστικά, εσπευσμένα, στα γρήγορα, σε Όμηρ. (πιθ. από τα μαπέειν, μάρπτω, αρπάζω, πιάνω, δράττομαι με προθυμία).

Russian (Dvoretsky)

ἐμμᾰπέως: μάρπτω быстро, немедленно, тотчас же Hom., HH, Hes.

Frisk Etymological English

See also: s. μαπέειν.

Middle Liddell


quickly, readily, hastily, Hom. [Perh. from μαπέειν, μάρπτω, to seize eagerly.]

Frisk Etymology German

ἐμμαπέως: {emmapéōs}
Grammar: Adv.
Meaning: sofort, rasch (ep. seit Il.).
Etymology : Zu *ἐμμαπής zugreifend von *ἐμμαπεῖν, s. μαπέειν.
Page 1,505