πυραγρέτης

From LSJ
Revision as of 12:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠραγρέτης Medium diacritics: πυραγρέτης Low diacritics: πυραγρέτης Capitals: ΠΥΡΑΓΡΕΤΗΣ
Transliteration A: pyragrétēs Transliteration B: pyragretēs Transliteration C: pyragretis Beta Code: puragre/ths

English (LSJ)

καρκίνος,= πυράγρα, AP6.92 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 819] ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. καρκίνος) η πυράγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε- του ἀγρῶ / -έω), πρβλ. θηρ-αγρέτης].

Greek Monotonic

πῠραγρέτης: -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πῠραγρέτης: ου adj. m досл. служащий для извлечения из огня: π. καρκίνος Anth. = πυράγρα.

Middle Liddell

πῠραγρέτης, ου, ὁ, [from πῠράγρα]
serving for tongues, Anth.