τραγῳδοποιός
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ὁ,
A tragic poet, Ar.Th.30, Pl.Cra.425d, R. 408b, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim. iii p.88 H., Phld.Po.2.29, etc.: generally, writer of serious poetry (cf. τραγῳδία 11), e. g. of Homer, Pl.R.605c, 607a; and of Pindar, Hermog.Id.1.6:—τραγῳδιοποιός is found in Metrod.Herc.831.3, in codd. BT of Pl.Smp. 223d, cod. A of R.607a, etc., and many codd. of Lib.Or.64.112, but is f.l. (in Pl. at least) for τραγῳδοπ-, which codd. give correctly in Cra.425d, R.408b, 597e: cf. κωμῳδοποιός.
German (Pape)
[Seite 1133] Tragödien verfertigend, Tragödiendichter; Ar. Th. 30; Plat. Conv. 223 d Rep. X, 597 e u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῳδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τραγῳδίας, τραγικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Θεσμ. 30, Πλάτ., κλπ.· ― τραγῳδιοποιὸς εἶναι τύπος μεταγενέστερος ἀπαντῶν ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 597Ε, 605C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poète tragique.
Étymologie: τραγῳδία, ποιέω.
Greek Monolingual
ο / τραγῳδοποιός, ΝΑ, και ως επίθ. τραγῳδοποιός, -όν, Α
τραγικός ποιητής
αρχ.
(γενικά) συγγραφέας σοβαρής ποίησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + -ποιός].
Greek Monotonic
τρᾰγῳδοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που συνθέτει τραγωδίες, τραγικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγῳδοποιός: ὁ автор трагедий, трагик Arph.
Middle Liddell
τρᾰγῳδο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian, Ar., Plat., etc.