χῖδρον

From LSJ
Revision as of 16:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῖδρον Medium diacritics: χῖδρον Low diacritics: χίδρον Capitals: ΧΙΔΡΟΝ
Transliteration A: chîdron Transliteration B: chidron Transliteration C: chidron Beta Code: xi=dron

English (LSJ)

τό, mostly in pl. χῖδρα, τά,

   A unripe wheaten-groats, rubbed from the ear in the hands, Ar.Eq.806 (anap.), Pax595 (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), PCair.Zen.129.13 (iii B. C.), Alex.Trall.1.13, 2.1, al.; νέα πεφρυγμένα χ. LXX Le.2.14, cf. 23.14: sg., Alcm.75; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in Ph.1.180.

Greek (Liddell-Scott)

χῖδρον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς σῖτος τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς εἶναι τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη κριθή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ τύπος χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, ἔνθα: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι εἶναι μακρόν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα (ἔνθα νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· ὥστε αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, εἶναι ἡμαρτημέναι].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grain de blé frais.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monotonic

χῖδρον: τό, κυρίως σε πληθ. χῖδρα, τά, χλωρά σιτάρια, στάχυα, όπως ἄλφιτα είναι τα κοπανισμένα, αλεσμένα σιτάρια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χῖδρον, ου, τό, mostly in pl.]
unripe wheaten groats, as ἄλφιτα are barley-groats, Ar.

Frisk Etymology German

χῖδρον: {khĩdron}
Forms: meist pl. -ρα
Grammar: n.
Meaning: ‘Gericht von frischen Gerstenkörnern od. anderen Vegetabilien’ (Alkm., Ar., LXX, hell. Pap. u.a.);
Derivative: davon χιδρίας πυρός unreifer Weizen (Ar.Fr. 889).
Etymology : Unerklärt, wohl Fremdwort; nach Sch. Ar. Pax 595 ἔδεσμα περὶ Καρίαν. — Versuch, das Wort mit κριθή zusammenzubringen, von Pisani Ist. Lomb. 77, 565 f.
Page 2,1099