μεταλλευτής

From LSJ
Revision as of 17:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλευτής Medium diacritics: μεταλλευτής Low diacritics: μεταλλευτής Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗΣ
Transliteration A: metalleutḗs Transliteration B: metalleutēs Transliteration C: metalleftis Beta Code: metalleuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who searches for metals or water, miner, Str.9.2.18, 15.1.30, Man.4.259.    2 metallurgist, Procl.Par.Ptol.250 (pl.).

German (Pape)

[Seite 149] ὁ, der nach Metallen und andern Fossilien, auch Wasser unter der Erde sucht, der Bergmann, Minirer, Strab. IX, 407 u. a. Sp., wie Man. 4, 259; – μεταλλευτὴς λίθων, Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀναζητῶν μέταλλα ἢ ὕδωρ, μεταλλουργός, Στράβ. 407, 700· ― Ποιητ. μεταλλευτήρ, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασ. 621.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mineur.
Étymologie: μεταλλεύω.

Greek Monolingual

ο (Α μεταλλευτής) μεταλλεύω
αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος
αρχ.
μεταλλουργικός.

Greek Monotonic

μεταλλευτής: -οῦ, ὁ, κάποιος που ψάχνει για μέταλλα, μεταλλωρύχος, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεταλλευτής, οῦ, ὁ,
one who searches for metals, a miner, Strab. [from μεταλλεύω