νεκροβαρής

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροβᾰρής Medium diacritics: νεκροβαρής Low diacritics: νεκροβαρής Capitals: ΝΕΚΡΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: nekrobarḗs Transliteration B: nekrobarēs Transliteration C: nekrovaris Beta Code: nekrobarh/s

English (LSJ)

ές,

   A laden with the dead, ἄκατος APl.4.273 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 237] ἄκατος, mit Todten belastet, Crinag. 16 (Plan. 273).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβᾰρής: -ές, φέρων βάρος, φορτίον νεκρῶν, ἄκατος Ἀνθ. Πλαν. 283.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé d’un mort ou de morts.
Étymologie: νεκρός, βάρος.

Greek Monolingual

νεκροβαρής, -ές (Α)
(για πλοίο) αυτός που φέρει φορτίο νεκρών («νεκροβαρὴς ἄκατος», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής, θυμο-βαρής].

Greek Monotonic

νεκροβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που φέρει το βάρος των νεκρών, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεκρο-βᾰρής, ές βαρύς
laden with the dead, Anth.