ὀρέσκιος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ον, = ὀρεσκῷος (lying on mountains, mountain-bred, wild), of Dionysus, AP 9.524.16.
German (Pape)
[Seite 372] von den Gebirgen beschattet, heißt Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16); E. M. 629, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀρέων σκιαζόμενος, Ἀνθολ. Π. 9. 524. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit dans les montagnes ombreuses.
Étymologie: ὄρος, σκιά.
Greek Monolingual
ὀρέσκιος, -ον (Α)
ορεσκώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. ὀρεσκῷος, πιθ. κατ' επίδραση της λ. σκιά.
Greek Monotonic
ὀρέσκιος: -ον (σκιά), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρέσκιος: осененный горами, т. е. обитающий в тенистых местах гор (эпитет Вакха) Anth.
Middle Liddell
ὀρέ-σκιος, ον, [σκια]
overshadowed by mountains, Anth.