χαλκόω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A turn to bronze, πόρτιν AP9.795 (Jul.):—Pass., ib.716 (Anacr.). II χαλκωθείς clad in bronze, Pi.O.13.86.
German (Pape)
[Seite 1332] vererzen, mit Erz od. Kupfer bedecken, aus Erz arbeiten, πόρτιν Iul. Aeg. 17 (IX, 795). – Pass. χαλκωθείς, mit Erz bedeckt, gepanzert, Pind. Ol. 13, 83.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόω: μέλλ. -ώσω, κατασκευάζω ἐκ χαλκοῦ, πόρτιν Ἀνθ. Π. 9. 795, πρβλ. 716. - Παθ., χαλκωθείς, ἐνδυθεὶς μὲ χαλκόν, Πινδ. Ο. 13. 123.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 forger en airain;
2 couvrir ou cuirasser d’airain.
Étymologie: χαλκός.
English (Slater)
χαλκόω
1 arm in bronze ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (O. 13.86)
Greek Monotonic
χαλκόω: μέλ. -ώσω (χαλκός), κατασκευάζω με χαλκό, σε Ανθ. — Παθ., χαλκωθείς, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόω:
1) покрывать медной броней: χαλκοθείς Pind. одетый в медную броню;
2) делать из меди (βοΐδιον Anth.).
Middle Liddell
χαλκόω, fut. -ώσω χαλκός
to make in bronze, Anth.:— Pass., χαλκωθείς clad in brass, Pind.