ἀνεμώδης

From LSJ
Revision as of 21:10, 20 August 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμώδης Medium diacritics: ἀνεμώδης Low diacritics: ανεμώδης Capitals: ΑΝΕΜΩΔΗΣ
Transliteration A: anemṓdēs Transliteration B: anemōdēs Transliteration C: anemodis Beta Code: a)nemw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A windy, Σκῦρος S.Fr.553; χώρα Hp.Aër.24, cf. Nic. Th.96; ἀκρωτήριον Plu.2.967b; ἔτος ἀ. Arist.Mete.360b5; κύματα ἀ. bringing wind, Id.Pr.932b29; σημεῖον ἀ. a sign of wind, Thphr.Sign. 18.    2 metaph., vain, idle, Hsch.s.v. κραπαταλίας.

German (Pape)

[Seite 223] ες, windig, Soph. frg. 496 Σκῦρος; Sp. D.; ἀκρωτήριον Plut. sol. an. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμώδης: -ες, ὡς καὶ νῦν, Σκῦρος Σοφ. Ἀποσπ. 496· χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, ἀνεμῶδες ἀκρωτήριον Πλούτ. 967Β, πρβλ. Νικ. Θ. 96· ἔτος ἀν. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8· κύματα ἀνεμώδη, προμηνύοντα ἄνεμον, ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 11· σημεῖον ἀν. Θεοφρ. π. Σημ. 1. 18. - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει κραπαταλίας ἔχει «ἀνεμώδης, καὶ ἀσθενής... ληρώδης».

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de vent ; fig. vide, vain.
Étymologie: ἄνεμος, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 expuesto al viento, azotado por el viento Σκῦρος S.Fr.553, χώρα Hp.Aër.24, Λιβύης ... χηλή Posidipp.12.3P., ἀκρωτήριον Plu.2.967b
ventoso ἔτος Arist.Mete.360b5.
2 que es señal de viento κύματα Arist.Pr.932b29, ἀ. σημεῖον un signo de viento Thphr.Sign.18
propio del viento πτερύγων ἀνεμώδεα δοῦπον Nonn.D.5.187.
3 ligero como el viento κούρα Theoc.Syr.6, ἀνεμώδεα γούνατα πάλλων Nonn.D.10.78, φωνή Nonn.D.42.487.
4 fig. vano de frutos, Hsch.s.u. ἀνεμώνη, cf. Hsch.s.u. κραπαταλίας.

Greek Monolingual

ἀνεμώδης, -ες (AM)
(για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι
αρχ.
1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος
2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους
3. εκείνος που προμηνύει άνεμο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμώδης:
1) обвеваемый ветрами, наветренный (Σκῦρος Soph.; ἀκρωτήριον Plut.);
2) вызывающий ветры (κύματα Arst.);
3) перен. ветреный (ἔτη Arst.).