ἐξιδρύω

From LSJ
Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιδρύω Medium diacritics: ἐξιδρύω Low diacritics: εξιδρύω Capitals: ΕΞΙΔΡΥΩ
Transliteration A: exidrýō Transliteration B: exidryō Transliteration C: eksidryo Beta Code: e)cidru/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ],

   A make to sit down, S.OC11:—Med., βίοτον ἐξιδρυσάμην I have settled, E.Fr.884.

German (Pape)

[Seite 881] niedersetzen u. ausruhen lassen, Soph. O. C. 11. – Med., τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην , habe mich abgesondert niedergelassen, Eur. frg. inc. 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ βάλε με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., τηλοῦ γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.

French (Bailly abrégé)

faire asseoir.
Étymologie: ἐξ, ἱδρύω.

Greek Monolingual

ἐξιδρύω (Α)
βάζω κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και βάλε με να κάτσω, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐξιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], βάζω κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξιδρύω:
1) усаживать, сажать (τινά Soph.);
2) селить: τηλοῦ τινος βίοτον ἐξιδρύεσθαι Eur. селиться вдали от чего-л.

Middle Liddell

fut. ύσω
to make to sit down, Soph.