Δύσπαρις
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ιδος, ὁ,
A unhappy Paris, Paris of ill omen, Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.19.1.
German (Pape)
[Seite 686] ιδος, Unglücks-Paris, Homer zweimal, Iliad. 3, 39. 13, 769 Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 31 Δύσπαρι· δυσώνυμε, κακῶς παρωνομασμένε. Vgl. Κακοΐλιος und Ἄιρος. – Alcman bei Scholl. Iliad. 3, 39 u. bei Eustath. p. 379, 38 (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 642 frgm. 31) Δύσπαρις, αἰνόπαρις, κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρῃ. – Luc. Mort. D. 19.
Greek (Liddell-Scott)
Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν πρόξενος, Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. Αἰνόπαρις, Δυσελένη.
French (Bailly abrégé)
ιδος
voc. ι;
malheureux ou funeste Pâris.
Étymologie: δυσ-, Πάρις.
Spanish (DGE)
(Δύσπᾰρις) ὁ
• Morfología: [voc. -ι Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.27.1; ac. -ιν Aristid.Or.3.463]
Paris maldito, funesto Paris apelativo del héroe troyano Δύσπαρι ... γυναιμανές Il.ll.cc., Δ. Αἰνόπαρις κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, cf. Luc.l.c., Aristid.Or.3.463.
Greek Monolingual
Δύσπαρις (-ιδος), ο (Α)
ο Πάρις που προκάλεσε συμφορές.
Greek Monotonic
Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί δυστυχία, που προξενεί συμφορές, δεινά, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Δυσελένα.
Russian (Dvoretsky)
Δύσπᾰρις: ιδος ὁ разнесчастный Парис Hom.
Middle Liddell
Δύσ-παρις, ιδος
unhappy Paris, ill-starred Paris, Il.; cf. Δυσελένα.